- λεοντοειδοῦς
- λεοντοειδήςlion-likemasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεοντοπίθηκος — λεοντοπίθηκος, ὁ (Α) είδος λεοντοειδούς πιθήκου … Dictionary of Greek